καθεστωτικός

καθεστωτικός
-ή, -ό [καθεστώς]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο καθεστώς, στην ισχύουσα κατάσταση μιας χώρας και ειδικότερα στο πολιτειακό σύστημα («καθεστωτικό ζήτημα»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καθεστωτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πολιτειακό ή κοινωνικό καθεστώς: Πολλοί είχαν μιλήσει για καθεστωτικό ζήτημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”